Λειμώνεσσι

Λειμώνεσσι
Λειμών
any moist
masc dat pl (epic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λειμώνεσσι — λειμών any moist masc dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινικόροδος — ον, Α κόκκινος από τα πολλά κόκκινα τριαντάφυλλα που έχει («φοινικορόδοις ἐν λειμώνεσσι», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + ροδος (< ῥόδον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”